Μία κρίση πανικού συμβαίνει συνήθως εξαιτίας ενός αυξημένου άγχους. Ο κάθε άνθρωπος στη ζωή του που δεν έχει διαγνωστεί από μία διαταραχή άγχους, ενδεχομένως να βιώσει ή να έχει βιώσει έστω και μία φορά κρίση πανικού από ένα γεγονός που του προκάλεσε άγχος.
Επιδημιολογικά 1 στους 4 θα αναπτύξει κάποια στιγμή της ζωής του μία αγχώδη διαταραχή. Συμπτώματα όπως γρήγορο κτύπο καρδιάς, κοφτή και ρηχή αναπνοή, εφίδρωση, είναι μερικές από τις σωματικές αποκρίσεις του οργανισμού ως απάντηση στη συναισθηματική ένταση που βιώνει. Το ποσοστό αυτό αγγίζει το 25% του πληθυσμού, είναι συχνότερο σε γυναίκες και σε ηλικίες από 24-44 ετών.
Η κρίση πανικού μπορεί να προκληθεί είτε από έναν άμεσα αντιλαμβανόμενο πυροδοτητή – ερέθισμα, είτε να ξεκινήσει ξαφνικά και τυχαία χωρίς προφανή αίτια. Το συναίσθημα που βιώνεται συχνά αναφέρεται ως έντονα τρομακτικό, ενοχλητικό και δυσάρεστο στη ζωή ενός ατόμου με κρίσεις πανικού.
Η Αμερικάνικη Ψυχολογική Εταιρεία (American Psychology Association – APA), υποδεικνύει ότι η κρίση μπορεί να διαρκέσει μόνο 15 δευτερόλεπτα, αλλά τα συμπτώματα μπορούν να συνεχιστούν για 30 λεπτά ή περισσότερο και μερικές φορές για ώρες. Για να πληρούνται τα κριτήρια διάγνωσης της κρίσης θα πρέπει να ακολουθούνται τουλάχιστον τέσσερα (4) από τα ακόλουθα συμπτώματα:
- Πόνος στο στήθος και δυσφορία
- Αίσθημα έντονου κρύου ή ασυνήθιστα ζεστού
- Απώλεια ελέγχου της πραγματικότητας ή αίσθημα αποσύνδεσης
- Αίσθημα ζάλης ή πονοκεφάλου
- Βίωση ενός ισχυρού και ξαφνικού φόβου ότι θα πεθάνει
- Φόβος απώλειας του ελέγχου ή αίσθηση ότι ένα άτομο “τρελαίνεται”
- Συναισθήματα πνιγμού
- Ακανόνιστος καρδιακός παλμός ή γρήγορος καρδιακός ρυθμός
- Ναυτία και στομαχικές διαταραχές
- Μούδιασμα ή μυρμήγκιασμα
- Τίναγμα ή τρόμος
- Αυξημένη εφίδρωση
- Πρόβλημα αναπνοής, δυσκολία κατάποσης
Διαταραχή Πανικού
Μία κρίση πανικού αναπτύσσεται σε κάτι που ονομάζεται διαταραχή πανικού όταν ένα άτομο ανησυχεί σε μεγάλο βαθμό για την πιθανότητα να βιώσει ξανά άλλη μία παρόμοια κρίση, με αποτέλεσμα να αρχίζει να αποφεύγει συστηματικά μέρη και καταστάσεις τις οποίες συνδέει με την πρώιμη κρίση. Αυτό δεν σημαίνει ότι μία μεμονωμένη κρίση πανικού θα αναπτυχθεί σε πλήρη διαταραχή.
Για να μπορούμε να μιλήσουμε με ακρίβεια για το αν ένα άτομο πάσχει από διαταραχή πανικού, θα πρέπει:
- Να βιώνονται συχνές και απροειδοποίητες κρίσεις πανικού και να υπάρχει ένας συνεχιζόμενος φόβος για την κρίση πανικού και τα συνοδευτικά συμπτώματά του, όπως η απώλεια του ελέγχου σε συχνότητα τουλάχιστον ενός μήνα.
Πώς το Στρες συνδέεται με τις κρίσεις πανικού?
Οι ειδικοί επιστήμονες επισημαίνουν ότι το στρες και το άγχος, σε κάποιο βαθμό, αποτελούν αναγκαίο κομμάτι της επιβίωσής μας. Ωστόσο, όταν τα επίπεδα στρες γίνονται τόσο υψηλά ώστε να υπονομεύουν τη φυσιολογική διεργασία της σκέψης, αρχίζει να αναπτύσσεται η παθολογία.
Όταν ο εγκέφαλος λαμβάνει ένα κύμα νευρικών σημάτων τα οποία έχουν σχεδιαστεί για να προειδοποιούν για έναν επικείμενο κίνδυνο, ενεργοποιείται η αμυγδαλή, μία ομάδα νευρώνων σε «σχήμα αμυγδάλου», που ανήκει στο σύστημα του στρες και είναι υπεύθυνη για τη συναισθηματική ανταπόκριση ενός ατόμου σε ένα γεγονός.
Σύμφωνα με μελέτες υπάρχει μία σχετική προδιάθεση για τις διαταραχές του στρες και του άγχους, καθώς το «νευρικό μονοπάτι» όπως αποκαλείται, το οποίο αξιολογεί τις απειλές για τον οργανισμό λειτουργεί με τρόπο «υπερκινητικό» σε ορισμένους ανθρώπους. Πιο συγκεκριμένα, η αμυγδαλή ορισμένων ατόμων απαντά «ως υπερδραστήρια» όταν δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος, καθιστώντας πολύ πιο πιθανό τον παράγοντα βίωσης υπερβολικών αντιλαμβανόμενων συναισθηματικών και σωματικών αντιδράσεων, όπως είναι ο φόβος, η έντονη ανησυχία, ο αυξημένος καρδιακός παλμός, η εφίδρωση, η ακανόνιστη αναπνοή. Όταν δοθεί στο άτομο το σήμα να αντιδράσει με στρες, ο εγκέφαλος παράγει την ορμόνη αδρεναλίνη, γνωστή και ως επινεφρίνη. Η αδρεναλίνη απελευθερώνεται από τα επινεφρίδια. Μερικοί άνθρωποι την αποκαλούν και ορμόνη “πάλης ή φυγής”. Εάν δεν υπάρχει επικείμενος κίνδυνος και το σύστημα του στρες είναι «φορτωμένο με αδρεναλίνη», η ορμόνη αυτή θα συσσωρευτεί στον οργανισμό. Η συσσώρευση αυτής της ορμόνης, μπορεί να προκαλέσει κρίση πανικού.
Η γενετική και η ψυχολογική ευαλωτότητα, λοιπόν, μπορούν να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στις κρίσεις πανικού. Εκτός όμως από το οικογενειακό ιστορικό, η περιβαλλοντική επίδραση λαμβάνει πολύ σημαντικό ρόλο στην έκφραση μίας διαταραχής. Η εμπειρία ενός μείζονος στρεσογόνου γεγονότος ή οι αλλαγές της ζωής μπορεί να προκαλέσουν αυξημένο στρες και κρίσεις πανικού. Τέτοια παραδείγματα περιλαμβάνουν μια πρόσφατη απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, το διαζύγιο, τυχόν ιστορικό σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης. Επίσης, μικροπαράγοντες καθημερινού στρες (daily hassles) που σχετίζονται με τη ρουτίνα και τον τρόπο ζωής όπως είναι οι ανθυγιεινές συνήθειες το κάπνισμα, η κατανάλωση υπερβολικών ποσοτήτων καφεΐνης, η χρήση ναρκωτικών ουσιών αποτελούν παράγοντες κινδύνου μίας κρίσης.
Οι κρίσεις πανικού μπορούν επίσης να εμφανιστούν παράλληλα με καταστάσεις όπως, η γενικευμένη διαταραχή άγχους (GAD), η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (OCD) και η διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD).
Μερικές φορές, ωστόσο, δεν φαίνεται να υπάρχει ιδιαίτερο περιστατικό ή οικογενειακό ιστορικό για να προκληθεί μία κρίση. Μπορεί να συμβεί χωρίς καμία προειδοποίηση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το ίδιο το άτομο μπορεί να ζητήσει επείγουσα ιατρική φροντίδα για τη βίωση της κρίσης πανικού ως καρδιακή προσβολή, όμως το στρες είναι η πραγματική αιτία.
Οι κρίσεις πανικού είναι ιδιαίτερα θεραπευτικές και δεν σημαίνει ότι ένα άτομο είναι προβληματικό ή ψυχικά άρρωστο.
Θεραπεία
Οι πιο κοινές θεραπείες για τη διαταραχή πανικού είναι οι ψυχοθεραπευτικές και οι φαρμακευτικές παρεμβάσεις.
Οι ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις, γνωστές και με τον όρο «θεραπείες ομιλίας» πραγματώνονται με τη βοήθεια ενός πιστοποιημένου επαγγελματία ψυχικής υγείας ψυχολόγου-ψυχοθεραπευτή, για τον εντοπισμό των βαθύτερων αιτιών μίας κρίσης πανικού. Συγκεκριμένα, μελέτες δείχνουν ότι η αποτελεσματικότερη ψυχοθεραπευτική μέθοδος εκλογής για την αντιμετώπιση της διαταραχής πανικού, αποτελεί η γνωσιακή – συμπεριφορική θεραπεία με σκοπό να εκπαιδεύσει το άτομο να εντοπίζει τις δυσλειτουργικές του σκέψεις και να τις αντικαθιστά με νέες πιο λειτουργικές, έτσι ώστε να αποκτήσει έλεγχο στα συμπτώματα και στην υγεία του.
Συμπληρωματικές χρήσιμοι μέθοδοι αυτοβοήθειας:
- Ενημέρωση για το Στρες και τον μηχανισμό λειτουργίας του στον οργανισμό, μέσα από βιβλία, διαλέξεις και συμμετοχή σε ειδικά προγράμματα ψυχοεκπαίδευσης.
- Αποφυγή καπνίσματος, ψυχοδιεγερτικών φαρμάκων, υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ και καφεΪνης
- Εκμάθηση και υιοθέτηση σε καθημερινή βάση τεχνικών χαλάρωσης που μειώνουν τη σωματική ένταση όπως αναπνοές, προοδευτική μυική χαλάρωση και ασκήσεις ευλυγισίας τύπου yoga, pilates.
- Τα συμπτώματα του άγχους μπορεί να γίνουν χειρότερα όταν το άτομο αισθάνεται απομονωμένο. Η επαφή και η επικοινωνία με οικογενειακά και φιλικά πρόσωπα με τα οποία συνάπτεται από κοινού ένα ειλικρινές ενδιαφέρον σε τακτικά βάση, μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά στη ρύθμιση ακραίων συναισθηματικών παραμέτρων.
- Τακτική άσκηση. Η άσκηση με κίνηση για τουλάχιστον 30 λεπτά, βοηθά το άτομο να αποφορτιστεί με φυσικό τρόπο από το άγχος του. Η ρυθμική κίνηση η οποία απαιτεί τη συμμετοχή όλου του σώματος όπως το περπάτημα, το τρέξιμο, το κολύμπι, ο χορός, προσφέρουν ιδιαίτερα οφέλη σε σωματικό αλλά και πνευματικό επίπεδο.
- Επαρκής ξεκούραση. Ο ανεπαρκής και πτωχός ύπνος μπορεί να επιδεινώσει το στρες. Η έναρξη του ύπνου καλό είναι να ξεκινάει πριν τις 24.00 το βράδυ και το δωμάτιο κατάκλισης να είναι αποφαρτισμένο από ερεθίσματα «που ξυπνούν» το νευρικό σύστημα όπως ο έντονος φωτισμός, οι ηλεκτρονικές συσκευές και η πολύ υψηλή ή χαμηλή θερμοκρασία.
Βιβλιογραφία
Adler, C.M., Craske, M.G., Kirshenbaun, S., Barlow, D.H. (1989). Fear of panic: an investigation of its role in panic occurrence, phobic avoidance, and treatment outcome. Behaviour research and therapy, 27(4), 391-396.
Allen, M.G. (1990). Group psychotherapy: Past, present and future. Psychiatric annals, 20(7), 358- 361.
American Psychiatric Association (APA, 1987). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (third edition – revised), American Psychiatric Association, Washington, DC.
Baumeister, R.F., Tice, D.M. (1990). Anxiety and social exclusion (point-counterpoints). Journal of social and clinical psychology, 9(2), 165-195.
Beck, A.T. (1976). Cognitive therapy and the emotional disorders, International Universities Press, New York. Paperback edition by Penguin Books, London.
Last, C.G. (1987). Simple phobias. In L. Michelson & L.M. Ascher (eds), Anxiety and stress disorders: cognitive-behavioral assessment and treatment, The Guildford Press, London.