Η έννοια της αυτοεκτίμησης, αφορά το πώς αισθάνεται το άτομο για τον εαυτό του. Θεωρητικά, η έννοια αυτή, είναι σταθερή και δεν μεταβάλλεται εύκολα από τις εξωτερικές συνθήκες. Κάποιοι ερευνητές, θεώρησαν ότι ο σχηματισμός της αυτοεκτίμησης προέρχεται και δημιουργείται, από ασυνείδητες και πρωτόγονες λιμπιδικές ενορμήσεις με ναρκισσιστικό περιεχόμενο. Άλλοι, αποδίδουν τον σχηματισμό της, στη συνειδητοποίηση, ότι κάθε άτομο είναι μοναδικό και αναντικατάστατο μέλος του σύμπαντος, ενώ άλλοι εκτιμούν ότι αναφέρεται στα συναισθήματα αγάπης για τον εαυτό.
Η αυτοεκτίμηση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από: το οικογενειακό, το σχολικό και το εργασιακό περιβάλλον, τις σχέσεις με τους συνομηλίκους, αλλά και τους ρόλους που αποκτά το άτομο μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο.
Η θετική ενίσχυση παίζει ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση της αυτοεκτίμησης, αλλά οι αρνητικές εμπειρίες στις επιδόσεις και η απόρριψη από τις κοινωνικές σχέσεις, είναι βασικά εκείνες, που επηρεάζουν την ανάπτυξή της. Με τον όρο αρνητικές εμπειρίες, αναφερόμαστε σε εμπειρίες άρνησης και αποτυχίας, που είτε ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, είτε έχουν γίνει αντιληπτές ως τέτοιες από το ίδιο το άτομο.
Τα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, ζουν σε ένα απαιτητικό περιβάλλον και εξαρτώνται υπερβολικά από τις απόψεις των άλλων. Έτσι, κάθε φορά που βιώνουν μια απόρριψη ή δεν γίνονται αποδεκτά από τους γύρω τους, τα άτομα αυτά, χάνουν τη συναισθηματική τους ισορροπία και κατά συνέπεια, την προσωπική τους αξία.
Αντίθετα, τα άτομα που έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση, ενεργοποιούν τους μηχανισμούς άμυνας που διαθέτουν, σε κάθε αρνητική ενίσχυση, και έτσι η συναισθηματική διέγερση για εκείνα είναι λιγότερο έντονη έως και ασήμαντη. Οι αντιλήψεις και οι στάσεις του ατόμου, δεν είναι όλες το ίδιο σημαντικές. Άλλες είναι κεντρικές για τον αυτοπροσδιορισμό του (π.χ. η αντίληψη του φύλου) και άλλες δευτερεύουσες (π.χ. η άποψη για τον υπερρεαλισμό). Ακόμη, κάποιες επιβεβαιώνονται και ελέγχονται πιο εύκολα από τους άλλους ανθρώπους, ενώ κάποιες άλλες διαφεύγουν την προσοχή.
Η αυτοαξιολόγηση, σε τομείς πρωταρχικής σημασίας (π.χ. επαγγελματική επιτυχία) επηρεάζει την αυτοεκτίμηση πολύ περισσότερο σε σχέση με εκείνες, που αναφέρονται σε μη κεντρικούς άξονες της δραστηριότητάς μας (π.χ. δεν γνωρίζω κάποια σπάνια θεατρικά έργα, εκτός αν είμαι ηθοποιός, θεατρολόγος, κ.α.).
Παράγοντες που διασφαλίζουν τη θετική αυτοεκτίμηση
Για να διασφαλιστεί και να διατηρηθεί η θετική αυτοεκτίμηση, υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις που πρέπει πληρούνται. Η αποδοχή, η αγάπη και η στοργή από το ευρύτερο περιβάλλον είναι καθοριστικής σημασίας. Επίσης, η κατανόηση, η σταθερότητα καθώς και η παροχή πόρων απαραίτητων για την επιβίωση από το οικογενειακό περιβάλλον του ατόμου, είναι πολύ σημαντικοί παράγοντες. Κάθε άνθρωπος πρέπει να αναγνωρίζεται ως μοναδικός, με τα ατομικά του χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητές του (π.χ. εμπειρίες, ικανότητες, προσωπικότητα, φιλοδοξίες). Άλλοι παράγοντες, που θεωρούνται επίσης πολύ σημαντικοί είναι: η προστασία της ατομικότητας και της αυτονομίας (στο πλαίσιο της κοινωνικότητας και των διατομικών διαφορών), η χρήση των ορίων, καθώς και ο διαχωρισμός των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων. Ένα άτομο για να έχει υψηλή αυτοεκτίμηση, χρειάζεται ακόμη, θετικές ενισχύσεις και αποφυγή της απορριπτικής συμπεριφοράς ειδικά μέχρι την ενηλικίωσή του. Τέλος, σημαντικοί παράγοντες είναι και η ύπαρξη πολλαπλών επιλογών, η εύρεση εναλλακτικών λύσεων, η έμφαση στη δημιουργικότητα και τη φαντασία του ατόμου και, η ενίσχυση της συναισθηματικής νοημοσύνης.
Κατά τον Rosenberg, η αυτοεκτίμηση προκύπτει, ως αποτέλεσμα σύγκρισης σε σχέση με τις ομοιότητες και τις διαφορές που προκύπτουν ανάμεσα στον «ιδανικό εαυτό» (ελπίδες, επιθυμίες, προσδοκίες) και στον «πραγματικό εαυτό». Όσο μικρότερο είναι το χάσμα ανάμεσα στους δύο εαυτούς, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αυτοεκτίμηση. Έτσι, συμπεραίνουμε ότι, ο Rosenberg, δίνει σημασία στην κοινωνική πλευρά της αυτοεκτίμησης, και εξυψώνει την κοινωνικοποίηση σε καταλυτικό παράγοντα για την ανάπτυξή της. Επιπλέον, συνέδεσε την αυτοεκτίμηση με την κοινωνική τάξη, την οικογενειακή δομή, τη θρησκεία και το έθνος, όπως επίσης και με το χαμηλό κίνητρο, την ικανότητα ηγεσίας και την κοινωνική απομόνωση.
Η Baumrind, πίστευε ότι, οι γονείς διακρίνονται σε ελαστικούς, δημοκρατικούς και αυταρχικούς. Οι ελαστικοί γονείς,είναι θερμοί και εκδηλώνουν εύκολα τα συναισθήματά τους, στα παιδιά τους. Επιπλέον, δεν έχουν υψηλές απαιτήσεις, αποφεύγουν τον έλεγχο και δεν χρησιμοποιούν συχνά τιμωρητική συμπεριφορά στην ανατροφή των παιδιών τους. Οι δημοκρατικοί γονείς είναι σαφείς στις απαιτήσεις τους, σχετικά αυστηροί, με αρκετές προσδοκίες, αλλά με λογική υποβολή γονεϊκής εξουσίας. Η επικοινωνία των δημοκρατικών γονιών με τα παιδιά τους είναι πολύ ποιοτική, ενώ συχνά κάνουν χρήση και διαφόρων τεχνικών διαπραγμάτευσης. Αντίθετα, οι αυταρχικοί γονείς επιθυμούν την υπακοή χωρίς αντίρρηση από την μεριά των παιδιών και αναζητούν τον απόλυτο έλεγχο των συμπεριφορών τους. Κατά την Baumrind, τα παιδιά που έχουν βιώσει το δημοκρατικό μοντέλο γονεϊκής εξουσίας είναι περισσότερο αυτάρκη, ανεξάρτητα, φιλόδοξα, με μεγαλύτερη αίσθηση αυτοελέγχου και υψηλότερη αυτοεκτίμηση. Επίσης, έχει ανακαλυφθεί ότι, τα αγόρια από δημοκρατικές οικογένειες έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση, αν και το ίδιο δεν συνέβαινε με τα κορίτσια. Aκόμη, διάφορες μελέτες έδειξαν ότι τα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, είχαν λιγότερες τάσεις για εξερεύνηση περισσότερες συμπεριφορές εξάρτησης από τους άλλους και μικρό αυτοέλεγχο, ενώ επίσης ήταν μη παραγωγικά, δεν έθεταν στόχους και δεν αναλάμβαναν την ευθύνη των πράξεών τους.
Χαρακτηριστικά των ατόμων με υψηλή αυτοεκτίμηση
Τα άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση, είναι συνήθως άτομα παραγωγικά, που αποκτούν με την αξία τους και την δύναμή τους τα αγαθά που έχουν στη ζωή τους. Έχουν ισχυρή αυτοεκτίμηση γιατί, αντλούν ευχαρίστηση από τις επιδόσεις και τις επιτυχίες τους, σε αντίθεση με όσους εκμεταλλεύονται τις καταστάσεις για να κερδίσουν κάποια αγαθά. Στους δεύτερους, η αυτοεκτίμηση είναι πολύ εύθραυστη και κινδυνεύει να μειωθεί ανά πάσα περίσταση.
Επίσης, τα άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση, χαρακτηρίζονται από φαντασία, δημιουργικότητα, αισιοδοξία, ανοιχτότητα στις προκλήσεις της ζωής, ενώ παράλληλα δεν επηρεάζονται εύκολα από τις δυσκολίες, μιας και η αυτοεκτίμηση είναι βαθιά ριζωμένη μέσα τους. Συνήθως, διαθέτουν ηγετική φυσιογνωμία και δεν είναι εξαρτημένα από τη γνώμη ή τη διάθεση των άλλων. Επιπλέον, έχοντας υψηλή αυτοεκτίμηση, τα άτομα δεν δυσκολεύονται να εμπλακούν σε συναισθηματικές σχέσεις με καλή ποιότητα επικοινωνίας. Ακόμη, τα άτομα αυτά, νιώθουν ικανά να αγαπήσουν βαθιά και να αγαπηθούν, ενδιαφέρονται για τους συνανθρώπους τους, αναγνωρίζουν την αξία των άλλων και έχουν το χάρισμα να είναι καλοί ακροατές. Η υψηλή αυτοεκτίμηση, οδηγεί σε υψηλή κοινωνική αποδοχή, και τα άτομα αυτά μπορούν να συσχετισθούν εύκολα με ανθρώπους, από διαφορετικά κοινωνικά και οικονομικά στρώματα. Επιπλέον, η υψηλή αυτοεκτίμηση οδηγεί και σε υψηλή αυτογνωσία, και συνήθως τα άτομα αυτά δεν προσποιούνται και δεν κρύβονται πίσω από ένα ψεύτικο προσωπείο αλλά είναι αυθόρμητοι χαρακτήρες.
Ένα ακόμα βασικό χαρακτηριστικό των ατόμων με υψηλή αυτοεκτίμηση, είναι το γεγονός ότι αποδέχονται την αλήθειακαι προσπαθούν να αντιμετωπίζουν τις στρεσσογόνες καταστάσεις, χωρίς να καταφεύγουν σε λανθασμένους χειρισμούς και βλαπτικές συμπεριφορές για να νιώσουν ανακούφιση. Τέλος, τα άτομα αυτά αντιμετωπίζουν τη ζωή με αισιοδοξία και ενθουσιασμό, δεν απελπίζονται εύκολα και κάνουν θετικές σκέψεις για το μέλλον, θέτοντας συνεχώς νέους και σημαντικούς στόχους.
Χαρακτηριστικά των ατόμων με χαμηλή αυτοεκτίμηση
Τα άτομα που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, πιστεύουν ότι, δεν αξίζουν την αγάπη, την φροντίδα και την προσοχή των ατόμων που βρίσκονται γύρω τους, και όταν πάλι δέχονται όλα τα παραπάνω το κάνουν με δισταγμό και καχυποψία.Συχνά, επαναπαύονται σε συνθήκες ή καταστάσεις που είναι δυσλειτουργικές και προβληματικές, γιατί φοβούνται την αλλαγή και τις συνέπειες που αυτή μπορεί να επιφέρει στη ζωή τους. Εμμένουν σε νοσηρές συμπεριφορές, από αδυναμία να τις αντιμετωπίσουν επαρκώς, από έλλειψη θέλησης για προσπάθεια, αλλά και από τα δευτερογενή οφέλη που προκύπτουν από τη διατήρηση των συμπεριφορών αυτών (διαρκής προσοχή και φροντίδα από άλλους, αποφυγή καθηκόντων και πρωτοβουλιών, κ.α.)
Επίσης, ο φόβος της απόρριψης είναι έντονος στα άτομα αυτά, και συχνά κατευθύνει τις σκέψεις και τις πράξεις τους. Ακόμη, αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, καθώς συχνά γίνονται υπερβολικά ζηλόφθονες, εξαρτώνται από τους άλλους σε υπερβολικό βαθμό και εμφανίζουν μαζοχιστικά χαρακτηριστικά. Το αποτέλεσμα της παραπάνω συμπεριφοράς, είναι τα άτομα που εμπλέκονται μαζί τους, να τους εγκαταλείπουν, και τελικά να επιβεβαιώνουν τους αρχικούς τους φόβους, σαν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Ακόμη, έχοντας χαμηλή αυτοεκτίμηση, είναι ιδιαίτερα δύσκολο κανείς να διεκδικήσει, να αναλάβει πρωτοβουλίες, να υπερασπιστεί τις απόψεις του (ακόμα και αν έχει δίκιο) και να προστατεύσει τον εαυτό του από την κρίση των άλλων αφού συχνά, τα άτομα αυτά εμφανίζουν δειλία. Επιπρόσθετα, τα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, επιζητούν την αποδοκιμασία και συχνά η διάθεσή τους εξαρτάται και επηρεάζεται από αυτήν. Επίσης, ενώ μπορεί να διαθέτουν υψηλή νοημοσύνη, δυσκολεύονται πολύ στο να επιλύσουν και να αντιμετωπίσουν προβλήματα με κοινωνικό περιεχόμενο, ενώ συχνά είναι επιρρεπείς στη μοιρολατρία και τον μυστικισμό. Συχνά, ένα άτομο με χαμηλή αυτοεκτίμηση, μπορεί να καταφύγει σε υπερβολική εργασία ή ακαδημαϊκή δραστηριότητα, επιζητώντας την υπερεπίδοση, την εξουσία, ή το χρήμα, μέσα με τα οποία προσπαθεί να νιώσει ανακούφιση από την ανασφάλειά του. Επίσης, οι μικροχαρές της ζωής δεν τους αγγίζουν εύκολα και δεν λειτουργούν σαν θετική ενίσχυση για εκείνους, πράγμα που συχνά τους κάνει να νιώθουν καταθλιπτική διάθεση.
Ακόμα, το άτομο με χαμηλή αυτοεκτίμηση, αδυνατεί να αξιολογήσει σωστά τον εαυτό του και τις δυνατότητές του, και νιώθει συχνά αμηχανία μόλις κάποιος το επαινέσει. Συχνά, τα εν λόγω άτομα, καταφεύγουν σε συμπεριφορές χωρίς συνέπεια και στόχους, με μοναδικό σκοπό να γίνουν αρεστοί στους άλλους. Επιπλέον, ένα ακόμη χαρακτηριστικό γνώρισμα των ατόμων με χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι, η χαμηλή συναισθηματική νοημοσύνη και τα επικοινωνιακά προβλήματα.
Τέλος, τα άτομα αυτά βιώνουν τη ματαίωση στη ζωή τους, με ανεξέλεγκτο άγχος, μελαγχολία και απόλυτο αποσυντονισμό, ενώ είναι συνήθως υπερβολικά εξαρτημένα από την οικογένειάς τους, εμφανίζουν τάση για χρήση ουσιών, αλκοολισμό, υπερκαταναλωτισμό, υπερβολική σεξουαλική δραστηριότητα, καθώς και τάση για χαρτοπαιξία.
Στρες και Αυτοεκτίμηση
Το χρόνιο και εξαντλητικό στρες, επισπεύδει τις εγκεφαλικές φθορές και παράλληλα προκαλεί διάφορες δυσλειτουργίες στη συμπεριφορά. Μια από τις πιο συχνές παθήσεις που εμφανίζεται στον άνθρωπο εξαιτίας του στρες, είναι η κατάθλιψη. Η υπερπαραγωγή κορτιζόλης, οδηγεί στη μείωση του ιπποκάμπου και συνδέει άμεσα την κατάθλιψη με το χρόνιο στρες. Στα συμπτώματα της κατάθλιψης, πέρα από την αδυναμία άντλησης ευχαρίστησης και τη στεναχώρια, προστίθενται και η αδυναμία λήψης αποφάσεων, τα μειωμένα ενδιαφέροντα, κ.α., καταστάσεις που οδηγούν τα καταθλιπτικά άτομα σε χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Έτσι, το στρες επηρεάζει την αυτοεκτίμηση, έμμεσα μέσω της εμφάνισης της κατάθλιψης, κατά την οποία, το άτομο νιώθει ανικανότητα να πετύχει τους στόχους του. Άτομα με χαμηλό δείκτη αυτοεκτίμησης εκδηλώνουν περισσότερο άγχος και στρες, όταν καλούνται να αντεπεξέλθουν σε δύσκολες καταστάσεις σε σχέση με τα άτομα υψηλής αυτοεκτίμησης. Αυτό συμβαίνει, επειδή τα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, διαθέτουν λιγότερο αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης των στρεσσογόνων γεγονότων. Τα άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση, έχουν την τάση να χρησιμοποιούν ποικιλία συμπεριφορών διευθέτησης των στρεσσογόνων καταστάσεων αλλά και μηχανισμούς αποστασιοποίησης από αυτές, ενώ τα άτομα χαμηλής αυτοεκτίμησης ερμηνεύουν τη συμπεριφορά τους ως απόλυτα εξαρτημένη από τη συγκεκριμένη κατάσταση.
Επίσης, έχει αποδειχθεί ότι, το άγχος που εισπράττει κάποιος σε μια δεδομένη στιγμή, συνδέεται περισσότερο με την εικόνα που οποία έχει σχηματίσει για τον εαυτό του, παρά με την ένταση της εν λόγω κατάστασης.
Αντιμετώπιση
Αυτοεκτίμηση, στρες και κατάθλιψη συνδέονται στενά καθώς, η αλλαγή τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς και η γνωσιακή αναδόμηση, μπορεί να αυξήσει την αυτοεκτίμηση, να μειώσει το στρες και να θεραπεύσει την κατάθλιψη.
Σύμφωνα με τον Beck, τον επονομαζόμενο πατέρα της Γνωσιακής Θεραπείας (Cognitive Therapy), για να μειωθεί το στρες και να αντιμετωπισθεί η κατάθλιψη, χρειάζεται προσπάθεια, με σκοπό να αλλάξουν οι πιθανές γνωστικές στρεβλώσεις του ατόμου, και να αντικατασταθούν από πιο ρεαλιστικές και προσαρμοστικές γνωστικές λειτουργίες.Κατά, την άποψή του, οι ψυχολογικές δυσκολίες οφείλονται κυρίως σε αυτόματες σκέψεις, δυσλειτουργικές υποθέσεις και αρνητικές δηλώσεις για τον εαυτό μας, άρα συνδέονται με την χαμηλή αυτοεκτίμηση. Από τα παραπάνω, διαφαίνεται η σημασία της αυτοεκτίμησης, τόσο σε σχέση με το στρες, όσο και σε σχέση με την κατάθλιψη. Μια ολόκληρη θεραπευτική μέθοδος, με σημαντικά αποτελέσματα, στηρίζεται στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησης και την εξύψωση του εαυτού, πράγμα που αποδεικνύει τη σημασία που κατέχει η αυτοεκτίμηση στη ζωή μας, αλλά και το πόσο αυτή μπορεί να επηρεάσει διάφορες πτυχές της ζωής μας. Ακόμη, είναι σαφές ότι, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, οδηγεί σε διάφορες ψυχικές και όχι μόνο παθήσεις.
Συνεπώς, το άτομο όταν καταφέρει να αναδιοργανώσει τη νοητική του λειτουργία και να παραμερίσει τις αρνητικές σκέψεις και την ηττοπάθεια, θα μπορέσει να παράγει θετικά συναισθήματα, που αυτόματα θα οδηγήσουν στη μείωση του στρες και στην αύξηση της αυτοπεποίθησης. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πως το Στρες και η Αυτοεκτίμηση επηρεάζουν τη ζωή μας, αλλά και την ψυχική και τη σωματική μας υγεία.
Η υψηλή αυτοεκτίμηση αποτελεί έναν προστατευτικό παράγοντα απέναντι στις στρεσσογόνες καταστάσεις, ενώ η χαμηλή αυτοεκτίμηση επιτείνει το στρες και δημιουργεί πολλές δυσλειτουργικές σχέσεις και συμπεριφορές για το άτομο.
Εν κατακλείδι, η αυτοεκτίμηση, και η αξία που δίνουμε στον εαυτό μας, έχει συνδεθεί με αποτελέσματα στην υγεία, το προσδόκιμο ζωής, αλλά και την ικανοποίηση από τη ζωή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1 Παπάνης Ευστράτιος (2011). Η Αυτοεκτίμηση – Θεωρία και Αξιολόγηση. Αθήνα, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης
2 Campbell W. Keith et al., (2000). Narcissism and Comparative Self-Enhancement Strategies. Journal of Research in Personality, 34: 329–347
3 Solomon et al., (1991). A terror Management Theory of Social Behavior: The Psychological Functions of Self-Esteem and Cultural Worldviews. Advances in Experimental Social Psychology, 24: 93-159
4 Dutton A. Keith, Jonathon D. Brown, (1997). Global Self- Esteem and Specific Self-Views as Determinants of People’s Reactions to Success and Failure. Journal Of Personality and Social Psychology, 73 (1): 139-148
5 Higgins T., (1989). Self-Discrepancy Theory: What patterns of Self-Belief cause people to suffer? in Advances in Experimental Social Psychology Vol.22. California, Academic Press, pp.93-131
6 Dutton A. Keith et al., (2001). From the top down: Self-esteem and Self-evaluation. Cognition and Emotion, 15 (5): 615–631
7 Crocker J., Wolfe C. T. (2001). Contingencies of Self-Worth. Psychological Review, 108 (3): 593-623
8 Tafarodi R. W., Swann W. B., Jr. (1995). Self-liking and self-competence as dimensions of global self-esteem: Initial validation of a measure. Journal of Personality Assessment, 65 (2): 322–342
9 Blaine B., & Crocker J. (1993). Self-esteem and self-serving biases in reactions to positive and negative events: An integrative review. In R. F. Baumeister (Ed.) Self-esteem: The puzzle of low self-regard, New York, Plenum Press, pp.55-85:
10 Rosenberg Μ. et al., (1995). Global Self-Esteem and Specific Self-Esteem: Different Concepts, Different Outcomes. American Sociological Review, 60 (1): 141-156
11 Gecas V., (1982). The Self-Concept. Annual Review of Sociology, 8: 1-33
12 Luft J., (1970). Group processes; an introduction to group dynamics. California, National Press Books
13 William James, (1890). The Self and Its Selves. Social Theory: The Multicultural Readings. Philadelphia, Westview Press, pp. 161-166
22
14 Rosenberg M., (1989). Society and the adolescent self-image. Middletown, CT, Wesleyan University Press
15 Baumrind Diana, (1978). Parental Disciplinary Patterns and Social Competence in Children. Youth and Society, 9 (3), Sage Publications
16 Coopersmith S., (1967). The Antecedents of Self-esteem. San Francisco, W.H. Freeman & Company
17 Σταλίκας Αναστάσιος & Συν., (2002). Τα Ψυχομετρικά Εργαλεία στην Ελλάδα. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα
18 Chrousos, G.P., (2009). Stress and disorders of the stress system. Nature Reviews Endocrinology (7): 374-81
19 Seyle Hans (1974). Stress without distress. New York, New American Library
20 Aldwin C.M., (1994). Stress, coping and development. An integrative perspective.
τελειο αρθρο!!! και καταλαβα επιτελους ποια ακριβως ειναι η διαφορα αυτοεκτιμησης και αυτοπεποιθησης!!